οἰότερον

οἰότερον
οἰ̱ότερον , οἶος
alone
adverbial comp
οἰ̱ότερον , οἶος
alone
masc acc comp sg
οἰ̱ότερον , οἶος
alone
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • όιος — ὄϊος, ΐα, ον (Α) [όις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, πρόβειος («γάλα ὄϊον», Ιπποκρ.) 2. παροιμ. «οἰὸς οἰότερον» πιο βλάκας και από πρόβατο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”